Ερπητική Κερατίτιδα: Μια Ιογενής Λοίμωξη

Τι ακριβώς είναι η ερπητική κερατίτιδα;

Η ερπητική κερατίτιδα είναι μια ιογενής λοίμωξη του οφθαλμού, συγκεκριμένα μια προσβολή του κερατοειδούς από ιούς της οικογένειας των ερπητοϊών και ειδικότερα από τον ιό του απλού έρπητα (Herpes Simplex Virus). Οι 2 βασικοί τύποι του ιού είναι:

  • Tύπος Ι (HSV-1): o πιο συνηθισμένος τύπος του ιού, που μολύνει κυρίως το πρόσωπο, προκαλώντας φυσαλιδώδη εξανθήματα (φουσκάλες) στα χείλια
  • Τύπος ΙΙ (HSV-2): η σεξουαλικά μεταδιδόμενη μορφή του ιού, που μολύνει κυρίως τα γεννητικά όργανα

Και οι 2 τύποι του ιού είναι σε θέση να εξαπλωθούν στο μάτι και να προκαλέσουν λοίμωξη, ωστόσο ο Τύπος Ι (HSV-1) είναι η συχνότερη αιτία οφθαλμικής προσβολής ή μόλυνσης και παράλληλα ο πιο μεταδοτικός.

Ο ιός τις περισσότερες φορές μολύνει τον κερατοειδή, τον επιπεφυκότα και τα βλέφαρα. Η λοίμωξη επιφέρει συμπτώματα όπως ερυθρότητα, οφθαλμικό άλγος, δακρύρροια ή ενοχλητικές εκκρίσεις και αίσθηση ξένου σώματος. Η όραση μπορεί να επηρεαστεί, να γίνει θολή και να υπάρχει φωτοευαισθησία. Ο ασθενής μπορεί να αντιμετωπίσει πονοκεφάλους ή κεφαλαλγίες.

Ποια είναι τα κυριότερα αίτια της ερπητικής κερατίτιδας;

Ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού έχει εκτεθεί σε έρπητα τύπου Ι (HSV-1). Μετά την πρώτη μόλυνση, ο ιός εξακολουθεί να βρίσκεται αδρανοποιημένος μέσα στα κύτταρα του δέρματος ή των ματιών και μπορεί να πυροδοτηθεί από τα παρακάτω αίτια:

  • έντονο άγχος ή συναισθηματικό στρες
  • έκθεση στον ήλιο (υπεριώδης ακτινοβολία)
  • υψηλός πυρετός
  • ανοσοκατασταλτικά φάρμακα
  • έμμηνος ρήση
  • οφθαλμικό τραύμα ή χειρουργική επέμβαση
  • ορμονικές μεταβολές

Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση της ερπητικής κερατίτιδας;

Για τη διάγνωση της πάθησης μια κλινική οφθαλμολογική εξέταση συνήθως είναι αρκετή. Όταν η κλινική εικόνα δεν επαρκεί ο οφθαλμίατρος μπορεί να πάρει ένα μικρό δείγμα για καλλιέργεια και μοριακή ανάλυση (ειδικές εξετάσεις σε ξέσματα κερατοειδή).

Ποιες είναι οι μορφές της ερπητικής κερατίτιδας;

Η ερπητική κερατίτιδα, σύμφωνα με το τμήμα του κερατοειδή που προσβάλλεται κατατάσσεται σε 3 κατηγορίες:

  • επιθηλιακή ερπητική κερατίτιδα: είναι η πιο συχνή και εμφανίζεται με μια επιφανειακή δενδριτική μορφή
  • στρωματική ερπητική κερατίτιδα: είναι βαθύτερη και διακρίνεται σε λοιμώδη προσβολή (νεκρωτική στρωματική κερατίτιδα) που οφείλεται σε απευθείας προσβολή του στρώματος από τον ιό και σε μη λοιμώδη (άνοση στρωματική κερατίτιδα ή διάμεση κερατίτιδα) που οφείλεται σε ενδοστρωματική φλεγμονή
  • ενδοθηλίτιδα: είναι η πιο βαθιά και οφείλεται στην προσβολή του ενδοθηλίου του κερατοειδούς από τον ιό. Η λοίμωξη επηρεάζει τα κύτταρα της εσωτερικής στοιβάδας με αποτέλεσμα οίδημα και σοβαρή θόλωση της όρασης

Πόσο επικίνδυνη είναι η ερπητική κερατίτιδα; Αντιμετωπίζεται;

Η ερπητική κερατίτιδα αν αφεθεί ανεξέλεγκτη χωρίς θεραπεία είναι σε θέση να προκαλέσει μόνιμη θόλωση του κερατοειδή ή ακόμα και παθολογικά αγγεία (νεοαγγεία). Σε εκείνες τις περιπτώσεις ο ασθενής μπορεί να ακολουθήσει τη λύση της μεταμόσχευσης κερατοειδή. Αξίζει να αναφερθεί πως μια στρωματική κερατίτιδα μπορεί να προκαλέσει αυξημένη ενδοφθάλμια πίεση που οδηγεί στην εκδήλωση γλαυκώματος.

Η θεραπευτική προσέγγιση της ερπητικής κερατίτιδας συνδέεται με τον τύπο και την σοβαρότητά της. Μια ήπια λοίμωξη (π.χ. επιθηλιακή μορφή) αντιμετωπίζεται με αντι-ιική φαρμακευτική αγωγή. Όταν παρουσιαστεί φλεγμονή του κερατοειδικού στρώματος, εκτός από θεραπεία με αντι-ιικά, προτείνεται και η λήψη κορτιζονούχων φαρμάκων (τοπικά ή από το στόμα).

Η ερπητική κερατίτιδα μπορεί να υποτροπιάζει. Μια υποτροπή μπορεί να γίνει σύντομα ή μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα. Δυστυχώς δεν υπάρχει θεραπεία που να τερματίζει τον έρπητα. Από τη στιγμή που ο ιός είναι στον οργανισμό μας, δεν μπορούμε να τον «ξεφορτωθούμε».

Κάποιες οδηγίες που δίνονται σε ασθενείς που αντιμετωπίσουν υποτροπές είναι: να μην αγγίζουν τα μάτια τους όταν έχουν ενεργό έρπητα στα χείλη, να διακόψουν τη χρήση φακών επαφής, να μη χρησιμοποιούν κολλύρια κορτιζόνης, χωρίς παράλληλη χρήση αντι-ιικών φαρμάκων, καθώς τα κολλύρια κορτιζόνης μειώνουν την αποτελεσματικότητα του ανοσοποιητικού συστήματος του οφθαλμού.