Τι ακριβώς είναι η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια;
Η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια (central serous chorioretinopathy, CSC) είναι μια πάθηση της ωχράς κηλίδας, της περιοχής του αμφιβληστροειδούς χιτώνα που είναι υπεύθυνη για την ευκρινή όραση. Η έναρξη της νόσου είναι αιφνίδια και εμφανίζεται πιο συχνά σε άντρες παρά σε γυναίκες και συγκεκριμένα σε ηλικίες από 22 έως 50.
Τα κυριότερα συμπτώματα είναι παραμόρφωση (μεταμορφοψία) της κεντρικής όρασης, κεντρικά σκοτώματα (τυφλά σημεία στο κέντρο του οπτικού πεδίου), «ξεπλυμένα» είδωλα ή «ξεθωριασμένη» χρωματική αντίληψη. Η συγκεκριμένη οφθαλμική κατάσταση συνήθως έχει πορεία αυτοΐασης σε βάθος χρόνου μερικών μηνών και η ανάκαμψη μπορεί να επιταχυνθεί με laser φωτοπηξία (photocoagulation laser).
Ποια είναι τα αίτια;
Η ακριβής αιτία που προκαλεί την πάθηση δεν είναι απόλυτα διευκρινισμένη. Λέγεται πως το έντονο άγχος (stress) είναι από τις κύριες αιτίες πρόκλησης του προβλήματος. Οφείλεται σε ρήξεις των συνδέσμων μεταξύ των κυττάρων του μελάγχρου επιθηλίου (στρώμα της χρωστικής του αμφιβληστροειδούς). Συχνά προσβάλλονται άτομα υπερκινητικά και αγχώδη (προσωπικότητες τύπου Α). Επίσης, η λήψη κορτιζόνης μπορεί να οδηγήσει σε ενεργοποίηση της πάθησης, γι’ αυτό και συνιστάται η αποφυγή της, εκτός εάν υπάρχει σοβαρός λόγος υγείας που επιβάλλει τη χρήση της. Ακόμη, φαίνεται πως η πάθηση επηρεάζεται από την εγκυμοσύνη, καθώς συχνά πρωτοεμφανίζεται σε εγκύους με μια μάλλον επιθετική μορφή.
Πώς πραγματοποιείται η διάγνωση;
Ένας πλήρης οφθαλμολογικός έλεγχος με κλινική εξέταση του οφθαλμού σε σχισμοειδή λυχνία και βυθοσκόπηση μετά από μυδρίαση είναι απαραίτητος. Ο αυτοφθορισμός του βυθού είναι μια ειδική απεικόνιση για την εντόπιση χρόνιων αλλοιώσεων στο μελάγχρουν επιθήλιο, καθώς και για την ανάδειξη περιοχών με πιθανή ύπαρξη υγρού.
Η οπτική τομογραφία συνοχής (Optical Coherence Tomography) είναι μια απαραίτητη απεικονιστική εξέταση για την ανάδειξη του υγρού και την ποσοτική μέτρηση του αυξημένου πάχους της ωχράς. Μια ειδική μορφή OCT με δυνατότητα απεικόνισης αυξημένου βάθους (enhanced depth imaging, EDI) είναι σε θέση να απεικονίσει το πάχος του χοριοειδούς χιτώνα που βρίσκεται στο υπόβαθρο και συνήθως είναι αυξημένο.
Η φλουροαγγειογραφία θα αποκαλύψει το σημείο διαρροής του υγρού, το οποίο μπορεί να είναι πολλαπλό και η αγγειογραφία ινδοκυανίνης θα δείξει τυχόν χοριοειδικές υπερδιηθήσεις και αλλοιώσεις στο μελάγχρουν επιθήλιο. Λαμβάνοντας υπόψη τα ευρήματα σχεδιάζεται το πρωτόκολλο αντιμετώπισης της πάθησης.
Αντιμετώπιση και θεραπεία
Η κεντρική ορώδης χοριοαμφιβληστροειδοπάθεια τις περισσότερες φορές (γύρω στο 90% των ασθενών) δεν χρειάζεται θεραπεία, αφού αυτοπεριορίζεται (υποστρέφει) σε χρονοδιάστημα 4 – 6 μηνών.
Θεραπευτική παρέμβαση από τον οφθαλμίατρο αποφασίζεται μόνο όταν η νόσος δεν περιοριστεί – υποστραφεί εντός ενός λογικού χρονικού ορίου ή εφόσον αποκτήσει κάποια κλινικά χαρακτηριστικά που μας δείχνουν ότι επίκειται μόνιμη βλάβη στα κύτταρα της κεντρικής όρασης. Φαίνεται πως η αποδοτικότερη και υψηλής ασφάλειας θεραπευτική προσέγγιση είναι η εφαρμογή ψυχρού laser φωτοδυναμικής θεραπείας (photodynamic therapy) με εξατομικευμένες παραμέτρους και με τη βοήθεια μιας ειδικής φωτοχρωστικής, της Verteporfin (εμπορική ονομασία Visudyne). Το φάρμακο αυτό χορηγείται ενδοφλεβίως με αντλία εγχύσεως.
Εναλλακτική λύση αποτελεί το θερμικό laser χαμηλής έντασης με την τεχνική της φωτοπηξίας (photocoagulation laser) που συνήθως εφαρμόζεται όταν από τα φλουοροαγγειογραφικά ευρήματα διαπιστώνεται πως τα σημεία διαρροής υγρού βρίσκονται μακριά από την κεντρική περιοχή της ωχράς. Αρκετές φορές προτείνεται λήψη ακεταζολαμίδης για να επιταχυνθεί η απορρόφηση του υπαμφιβληστροειδικού υγρού. Η θεραπεία εξατομικεύεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του ασθενούς και την εξελικτική φάση της νόσου.