Άλλες Παιδοφθαλμολογικές Παθήσεις

Άλλες

Καταρράκτης

Τι είναι ο καταρράκτης;

Καταρράκτης είναι η πάθηση κατά την οποία ο φυσικός φακός του ματιού θολώνει. Η θόλωση αυτή μπορεί να έχει ποικίλες μορφές και μεγέθη. Μπορεί να καλύπτει ένα τμήμα του φακού ή και ολόκληρο το φακό. Περίπου 3 παιδιά στα 10.000 αναπτύσσουν καταρράκτη, αλλά το ποσοστό ποικίλει από Χώρα σε Χώρα. Ο καταρράκτης προκαλεί μείωση της όρασης διότι δεν επιτρέπει στο φώς να προσεγγίσει τον εσωτερικό αμφιβληστροειδή και στη συνέχεια το οπτικό νεύρο. Κατά συνέπεια η όραση δεν αναπτύσσεται φυσιολογικά και το παιδί μπορεί να μείνει με σοβαρά μειωμένη όραση σε όλη του τη ζωή. Άμεση παρέμβαση στον κατάλληλο χρόνο απαιτείται για την αποφυγή μόνιμης οπτικής βλάβης.

Γιατί κάποια παιδιά γεννιούνται με καταρράκτη ή τον εμφανίζουν αργότερα;

Οι παιδικοί καταρράκτες συχνά εμφανίζονται λόγω μη φυσιολογικής ανάπτυξης του φακού κατά την εμβρυϊκή περίοδο. Δυσπλασίες του φακού που συνοδεύονται και από άλλα σωματικά παθολογικά ευρήματα, συνήθως οφείλονται σε γενετικές ή μεταβολικές διαταραχές. Οι παιδικοί καταρράκτες μπορεί να εμφανιστούν κατά τη γέννηση ή αναπτύσσονται όσο το παιδί μεγαλώνει. Ωστόσο, οι περισσότεροι δεν σχετίζονται με άλλες διαταραχές. Τέλος, καταρράκτης μπορεί να προκληθεί και μετά από σοβαρό τραυματισμό του ματιού (τραυματικός καταρράκτης).

Όλοι οι παιδικοί καταρράκτες πρέπει να αφαιρεθούν;

Όχι. Κάποιοι καταρράκτες που είναι μικροί ή / και έκκεντροι, δεν χρειάζεται να αφαιρεθούν χειρουργικά, διότι σε αυτές τις περιπτώσεις η όραση αναπτύσσεται ικανοποιητικά.

Ποιες μορφές καταρράκτη εμφανίζονται στα παιδιά;

Ο ανθρώπινος φυσιολογικός (κρυσταλλοειδής) φακός αποτελείται από το κεντρικό του τμήμα (πυρήνας) και το περιφερικό του τμήμα (φλοιός). Ολόκληρος ο φακός βρίσκεται μέσα σε μια λεπτή κάψα (περιφάκιο). Η θόλωση μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιο ή όλα τα τμήματα του φακού.

Σε ποια ηλικία πρέπει να αφαιρείται ο βρεφικός ή ο παιδικός καταρράκτης;

Οι καταρράκτες που προκαλούν σοβαρή μείωση της όρασης πρέπει να αφαιρούνται το συντομότερο που επιτρέπεται μια ασφαλής επέμβαση. Η όραση αναπτύσσεται από τη γέννηση μέχρι περίπου τα πρώτα σχολικά χρόνια της ζωής. Η φυσιολογική ανάπτυξή της απαιτεί λήψη καθαρών εικόνων από τα μάτια, ώστε τα οπτικά κέντρα του εγκεφάλου, που λαμβάνουν τις εικόνες αυτές, να ωριμάσουν κατάλληλα. Εάν το ένα ή και τα δύο μάτια λόγω καταρράκτη δεν στέλνουν στον εγκέφαλο καθαρές εικόνες, τότε τα οπτικά κέντρα δεν θα ωριμάσουν όπως πρέπει και το παιδί θα μείνει με σοβαρά μειωμένη όραση σε όλη του τη ζωή. Κατά συνέπεια, η χειρουργική αφαίρεση ενός οπτικά σημαντικού καταρράκτη θα πρέπει να γίνεται στα χρόνια που η όραση ακόμη αναπτύσσεται και απαιτεί (πέρα από την επέμβαση) και ειδικές ασκήσεις ενδυνάμωσης κάποιες φορές.

Πως γίνεται η χειρουργική αφαίρεση του καταρράκτη και η αποκατάσταση της οπτικής λειτουργίας του ματιού;

Η επέμβαση γίνεται υπό γενική αναισθησία και με ειδικά εργαλεία και όργανα, αφαιρείται ο θολωμένος φακός και γίνονται ειδικοί χειρισμοί στο οπίσθιο τμήμα του περιφακίου. Ωστόσο μετά την επέμβαση λείπει ένα όργανο από το μάτι (ο φακός) που θα πρέπει να αντικατασταθεί για να γίνει το μάτι ικανό να εστιάζει. Υπάρχουν 3 τρόποι για να επιτευχθεί αυτό: 1) με τη τοποθέτηση ενός φακού στο εσωτερικό του ματιού (ενδοφακός), μέθοδος που προτιμάται σε μεγαλύτερα παιδιά, 2) με τη τοποθέτηση ενός φακού επαφής στην επιφάνεια του ματιού (προτιμάται σε μικρά βρέφη), 3) με τη χρήση γυαλιών (επιλέγεται μερικές φορές σε αμφοτερόπλευρες περιπτώσεις).

Ποιοι είναι οι κίνδυνοι της επέμβασης του καταρράκτη σε βρέφη και παιδιά;

Η εκτέλεση της επέμβασης του παιδικού καταρράκτη από έναν έμπειρο χειρουργό είναι αρκετά ασφαλής. Ωστόσο, δεν υπάρχει χειρουργική επέμβαση που να μην εγκυμονεί κινδύνους επιπλοκών. Οι επιπλοκές που μπορεί να προκύψουν μετά από μια επέμβαση παιδικού καταρράκτη είναι: η μόλυνση, η αποκόλληση του αμφιβληστροειδή, το γλαύκωμα, η μετατόπιση του ενδοφακού, η θόλωση του οπτικού άξονα.

Συγγενές γλαύκωμα

Τι ακριβώς είναι το συγγενές γλαύκωμα;

Είναι σπάνιο αλλά πολύ καταστροφικό για την όραση, εάν δεν διαγνωστεί και δεν αντιμετωπιστεί πρώιμα. Η σημειολογία του συγγενούς γλαυκώματος περιλαμβάνει δακρύρροια, φωτοφοβία, θόλωση του κερατοειδή, αύξηση του μεγέθους του κερατοειδή, υψηλή ενδοφθάλμια πίεση, κοίλανση της οπτικής θηλής. Το συγγενές γλαύκωμα μπορεί να εμφανιστεί από τη γέννηση ή να αναπτυχθεί κατά τη βρεφική περίοδο. Η αύξηση του μεγέθους του κερατοειδή (βούφθαλμος) παρατηρείται σε συγγενές γλαύκωμα μόνο κατά τα δύο πρώτα χρόνια της ζωής και όχι αργότερα.

Σύνδρομα δυσγενεσίας του προσθίου μορίου όπως σύνδρομο Reiger, ανωμαλία Peter, ανιριδία συχνά συνοδεύονται από δευτεροπαθές γλαύκωμα κατά τη παιδική ηλικία. Η θεραπευτική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αρχικά φαρμακευτική θεραπεία, αλλά η τελική θεραπεία είναι χειρουργική. Δυστυχώς, πολλές φορές παρά τη θεραπεία, τα οπτικά αποτελέσματα δεν είναι τόσο ευνοϊκά. Τακτική παρακολούθηση απαιτείται σε όλη τη διάρκεια της ζωής.

Νυσταγμός

Τι ακριβώς είναι ο νυσταγμός;

Είναι η κατάσταση κατά την οποία το παιδί εμφανίζει μια μη φυσιολογική συνεχόμενη, ρυθμική κίνηση των ματιών (συνήθως οριζόντιες, αλλά μπορεί να είναι κάθετη, λοξή, κυκλική ή σύνθετη). Ο νυσταγμός μπορεί να είναι συγγενής (βρεφικός) ή επίκτητος.

Τι είναι ο βρεφικός νυσταγμός;

Εμφανίζεται κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής. Μπορεί να οφείλεται σε οφθαλμολογικό πρόβλημα ή σε κάποια διαταραχή των οφθαλμοκινητικών μηχανισμών στον εγκέφαλο. Ο αλφισμός, οι δυσπλασίες του οπτικού νεύρου, ο συγγενής καταρράκτης και οι δυστροφίες του αμφιβληστροειδή αποτελούν συχνές οφθαλμικές αιτίες εμφάνισης βρεφικού νυσταγμού.

https://www.youtube.com/watch?v=7c4e9OS92E&w=600&h=420

Τα παιδιά με βρεφικό νυσταγμό θα πρέπει να ελέγχονται λεπτομερώς από παιδοφθαλμίατρο και παιδίατρο, ώστε να εντοπιστεί η αιτία του νυσταγμού. Οι περισσότεροι ασθενείς με νυσταγμό εμφανίζουν μια ουδέτερη ζώνη βλέμματος, όπου οι κινήσεις των ματιών μειώνονται ή σταματούν. Με τον τρόπο αυτό τα παιδιά αυτά βλέπουν καλύτερα. Η ζώνη αυτή διαφέρει από παιδί σε παιδί και για να ΄΄τοποθετήσουν΄΄ τα μάτια τους μέσα στην ουδέτερη ζώνη, χρησιμοποιούν μια αντισταθμιστική θέση κεφαλής (ραιβόκρανο).

Ο νυσταγμός δεν υποχωρεί μόνος του. Πρέπει να παρακολουθούνται αυτοί οι ασθενείς για την εξέλιξη της όρασής τους. Χειρουργική αντιμετώπιση συνιστάται μόνο για δύο λόγους σε βρεφικό νυσταγμό. Για την αντιμετώπιση της αντισταθμιστικής θέσης της κεφαλής και για τη μείωση της ταχύτητας κίνησης των ματιών.

Στραβισμός

Πως ακριβώς πραγματοποιείται η επέμβαση του στραβισμού;

Κατά την επέμβαση του στραβισμού, ο χειρουργός προσπαθεί να αποδυναμώσει ή να ενδυναμώσει κάποιους εξοφθάλμιους μυς (υπεύθυνους για τη θέση και την κίνηση των ματιών). Οι μυς αυτοί βρίσκονται πίσω από το μάτι (ξεκινούν από το πίσω τοίχωμα του κόγχου), στη συνέχεια πορεύονται προς τα εμπρός και ‘αγκαλιάζουν’ το μάτι και τελικά καταφύονται (‘κολλάνε’) πάνω στο σκληρό χιτώνα του ματιού (ασπράδι του ματιού).

Υπάρχουν διάφορες τεχνικές που κάθε φορά επιλέγει ο χειρουργός για να πετύχει το αποτέλεσμα που επιδιώκει. Πολύ σημαντικός είναι ο προεγχειρητικός σχεδιασμός της επέμβασης, αν και αρκετές φορές απαιτούνται προσαρμογές διεγχειρητικά.

Ολη η επέμβαση γίνεται με τη χρήση λεπτών εργαλείων (laser δεν χρησιμοποιείται ακόμη σε αυτή την επέμβαση) και διαρκεί από 45 μέχρι 60 λεπτά, ανάλογα με την περίπτωση. Στα παιδιά απαιτείται γενική αναισθησία, ενώ στους ενηλίκους υπάρχει και η επιλογή της τοπικής αναισθησίας με αναισθητικές σταγόνες. Η νοσηλεία συνήθως είναι μιας ημέρας. Μετεγχειρητικά, τα ασπράδια των ματιών (σκληρός χιτώνας) είναι κόκκινα στα σημεία που έγιναν οι τομές, αλλά μετά από μερικές εβδομάδες το κοκκίνισμα υποχωρεί και με τη βοήθεια τοπικών αντιβιοτικών, αντιφλεγμονωδών σταγόνων.

Επέμβαση στραβισμού με ρυθμιζόμενα ράμματα:

Πρόκειται για μια τεχνική που χρησιμοποιείται μόνο σε ενήλικες και αρκετές φορές είναι χρήσιμη. Σε περιπτώσεις που ο προεγχειρητικός έλεγχος δεν εξασφαλίζει την ακρίβεια του μετεγχειρητικού αποτελέσματος (π.χ. όταν έχουν προηγηθεί άλλες επεμβάσεις στραβισμού, όταν υπάρχει μεταβαλλόμενη διπλωπία, όταν υπάρχουν περιοριστικοί παράγοντες της κίνησης των ματιών, θυρεοειδοπάθεια κ.ά.), τότε ο χειρουργός επιλέγει, είτε να εκτελέσει όλη την επέμβαση με τοπική αναισθησία, ή να εκτελέσει την επέμβαση με γενική αναισθησία και να αφήσει κάποιο ράμμα σε προσωρινή θέση. Μετά από ώρες ή την επομένη ημέρα της επέμβασης, που ο ασθενής θα είναι ξύπνιος και συνεργάσιμος, ρυθμίζει (χρησιμοποιώντας τοπικές αναισθητικές σταγόνες) τη τελική θέση του μυός (σφίγγοντας ή χαλαρώνοντας το ράμμα αυτό).

Απόφραξη πόρου

Τι ακριβώς είναι η απόφραξη πόρου;

Είναι μια κατάσταση κατά την οποία ένα βρέφος, από τη γέννησή του ακόμη, εμφανίζει καθημερινά δακρύρροια και κάποιες φορές τσίμπλες στο ένα ή και στα δύο του μάτια. Αν και μπορεί η εικόνα αυτή να οφείλεται σε μια παροδική λοίμωξη (επιπεφυκίτιδα) που συνήθως υποχωρεί μετά την ενστάλαξη αντιβιοτικών σταγόνων, οι συνεχείς συχνά οφείλονται σε απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου.

Τι σημαίνει απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου;

Τα δάκρυα συνεχώς παράγονται από τους δακρυϊκούς αδένες και στη συνέχεια, μέσω των δακρυϊκών σημείων (puncta) – των δακρυϊκών σωληναρίων (canaliculi) και τέλος του δακρυϊκού σάκου και του ρινοδακρυϊκού πόρου (tear duct), καταλήγουν στη μύτη. 6% των βρεφών γεννιούνται με στένωση ή απόφραξη στο ΄΄αποχετευτικό΄΄ σύστημα των δακρύων τους, συχνότερα στο ύψος του ρινοδακρυϊκού πόρου (tear duct), στο ένα ή και στα δύο μάτια. Ωστόσο, στο 90% των βρεφών αυτών το πρόβλημα θα λυθεί αυτόματα, κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια του πρώτου χρόνου της ζωής. Αυτό συνήθως συμβαίνει λόγω αλλαγών σε ότι αφορά τις ανατομικές σχέσεις της περιοχής, λόγω ανάπτυξης του προσώπου του μωρού. Τα παιδιά με απόφραξη του ρινοδακρυϊκού πόρου (ΡΔΠ) εμφανίζονται με συνεχώς δακρυσμένο μάτι (ή μάτια), ενώ πολύ συχνά τσιμπλιάζουν (λόγω μολύνσεων από τα τοπικά μικρόβια του δέρματος των βλεφάρων). Κάθε λοίμωξη αντιμετωπίζεται με ολιγοήμερη τοπική αντιβιοτική θεραπεία.

Σε περίπτωση υποτροπών, το παιδί πρέπει να εκτιμηθεί από παιδοφθαλμίατρο, ο οποίος συνήθως συνιστά:

  • τοπικές μαλάξεις (μασάζ) στη περιοχή του δακρυϊκού σάκου (πρέπει ο ιατρός να δείξει πώς να εκτελείται σωστά το μασάζ)
  • ολιγοήμερη αντιβιοτική αγωγή (σταγόνες) όταν υπάρχει λοίμωξη (τσίμπλες πρασινο-κίτρινες). Εάν υπάρχει μόνο λίγη τσίμπλα λευκωπή, τότε δεν απαιτούνται αντιβιοτικές σταγόνες.

Καθετηριασμός:

Καθετηριασμός του ρινοδακρυϊκού πόρου (μια ολιγόλεπτη χειρουργική παρέμβαση υπό ήπια γενική αναισθησία με μάσκα) συνιστάται:

  • να γίνει εάν το πρόβλημα συνεχίζει να υπάρχει και το παιδί έχει γίνει ενός έτους
  • να γίνει νωρίτερα του πρώτου έτους, εάν οι λοιμώξεις είναι συνεχείς και ανθεκτικές στη τοπική αντιβιοτική αγωγή και το μασάζ
  • να γίνει νωρίτερα εάν εμφανιστεί σοβαρότερη λοίμωξη (δακρυοκυστίτιδα)

Η όλη διαδικασία διαρκεί λίγα λεπτά, γίνεται σε χώρο χειρουργείου (για ασφάλεια), υπό ήπια γενική αναισθησία (με μάσκα). Ο χειρουργός περνά ένα λεπτό συρμάτινο εργαλείο διαμέσου των φυσικών οδών του ΄΄αποχετευτικού΄΄ συστήματος των δακρύων, χωρίς τομές, με ειδικούς χειρισμούς, με σκοπό τη διάνοιξη της στένωσης ή απόφραξης. Κατόπιν το παιδί αναρρώνει για λίγη ώρα και πηγαίνει στο σπίτι του. Ο κατάλληλος χρόνος επέμβασης δεν είναι ίδιος για κάθε περίπτωση. Γενικά όμως είναι καλό να γίνεται στους πρώτους 18 μήνες της ζωής, διότι όσο το παιδί μεγαλώνει, το ποσοστό υποτροπών αυξάνεται. Η επέμβαση έχει υψηλό δείκτη επιτυχίας σε έμπειρα χέρια (90-95%). Κάποιες φορές όμως ο πόρος μπορεί να ξανακλείσει και να χρειαστεί και δεύτερη προσπάθεια διάνοιξης. Μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις που ο πόρος κλείσει και για τρίτη φορά, η διάνοιξη συνοδεύεται από ένθεση ειδικών σωληναρίων σιλικόνης.

Παιδί & γυαλιά

Διαθλαστικές ανωμαλίες (μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμός):

Εμφανίζονται περίπου στο 20% των παιδιών, με διαφορετική βαρύτητα. Οι διαθλαστικές ανωμαλίες δεν επιτρέπουν εστιασμό του ειδώλου πάνω στον αμφιβληστροειδή, γεγονός που οδηγεί σε θολή όραση. Αποτελούν τις πιο συχνές και τις πιο εύκολα αντιμετωπίσιμες οπτικές διαταραχές, με γυαλιά, φακούς επαφής ή διαθλαστικές επεμβάσεις κατά την ενηλικίωση. Οι διαθλαστικές ανωμαλίες μπορεί να εμφανιστούν σε οποιαδήποτε ηλικία. Η αιτία εμφάνισής τους δεν είναι γνωστή. Κληρονομικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες ενοχοποιούνται, αλλά φαίνεται ότι τα αίτια είναι πολυπαραγοντικά. Σήμερα πιστεύουμε ότι όταν ο ένας από τους δύο γονείς φοράει γυαλιά από τη παιδική του ηλικία, τότε κάθε παιδί αυτού του ζευγαριού έχει 25% πιθανότητες να εμφανίσει διαθλαστική ανωμαλία κάποτε στη ζωή του, ενώ οι πιθανότητες αυξάνονται στο 50% όταν και οι δύο γονείς φορούν γυαλιά. Η υπερμετρωπία και ο αστιγματισμός απαντούν συχνότερα στη προσχολική ηλικία, ενώ η μυωπία στη σχολική.

Η πλειοψηφία των βρεφών έχει ήπιου βαθμού υπερμετρωπία, η οποία σταδιακά μειώνεται και τελικά χάνεται κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής. Σε ένα ποσοστό των προσχολικών παιδιών όμως αυτό δεν συμβαίνει. Η διαθλαστική ανωμαλία παραμένει ή αυξάνει, με αποτέλεσμα να μην εστιάζουν καλά και η ανάπτυξη της όρασης να μην ακολουθεί φυσιολογική πορεία. Κάποια από τα παιδιά αυτά, εμφανίζουν ύποπτη συμπτωματολογία, κάποια άλλα όμως όχι. Αυτό εξαρτάται από την ηλικία και τις δραστηριότητες του παιδιού. Συχνά εμφανίζουν στραβισμό, κακή ισορροπία, συνήθεια να κοιτούν από κοντινές αποστάσεις, αδυναμία να ζωγραφίσουν μέσα σε πλαίσια κ.ά. Τα παιδιά αυτά θα πρέπει να ελέγχονται άμεσα από παιδοφθαλμίατρο. Επειδή, όπως προαναφέρθηκε, κάποια παιδιά δεν αναπτύσσουν σημειολογία, η αξία των προληπτικών ελέγχων της όρασης στη προσχολική ηλικία είναι σημαντική.

Η μη αντιμετώπιση ενός σημαντικού διαθλαστικού σφάλματος στη προσχολική ηλικία, μπορεί να οδηγήσει σε αμβλυωπία (τεμπέλικο μάτι), δύσκολα αναστρέψιμη στα σχολικά χρόνια, που μπορεί να αφήσει στο παιδί μια οπτική αναπηρία η οποία θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί. Η μυωπία είναι η συνήθης διαθλαστική ανωμαλία της σχολικής ηλικίας. Σε πολλά παιδιά υπάρχει μια κληρονομική προδιάθεση, η οποία όμως για να εκδηλωθεί θα πρέπει να συνυπάρξουν και ‘ευνοϊκές’ περιβαλλοντικές συνθήκες. Κάποιες από αυτές είναι οι πολύωρες καθημερινές κοντινές δραστηριότητες, ο κακός φωτισμός και η κακή στάση του σώματος, η κακή διατροφή, καταστάσεις που δυστυχώς χαρακτηρίζουν τη ζωή του σύγχρονου παιδιού.

Δεν είναι τυχαία η αύξηση του ποσοστού των παιδιών που εμφανίζουν διαθλαστικές ανωμαλίες, ούτε η μείωση του μέσου όρου ηλικίας εμφάνισής τους. Τα μυωπικά παιδιά, διαμαρτύρονται συχνά ότι δεν βλέπουν καλά στο πίνακα, σκύβουν όταν διαβάζουν, μισοκλείνουν τα μάτια τους όταν βλέπουν τηλεόραση κ.ά. Και τα παιδιά αυτά θα πρέπει να επισκέπτονται τον οφθαλμίατρο. Ο χρόνος χρήσης των διορθωτικών γυαλιών εξατομικεύεται κατά περίπτωση και θα πρέπει να ακολουθούν οι οδηγίες του παιδοφθαλμιάτρου. Τα γυαλιά ηλίου, απορροφητικά στην υπεριώδη και μπλέ ακτινοβολία, είναι απαραίτητα στα παιδιά. Συνήθως συνιστώνται σε ηλικίες μεγαλύτερες των 3 ετών, ιδιαίτερα όταν βρίσκονται κοντά σε παραλίες, πισίνες, χιόνια κλπ.

Πρόληψη

Πρόληψη για παιδιά:

Οι προληπτικοί οφθαλμολογικοί έλεγχοι απευθύνονται σε όλα παιδιά της προσχολικής κυρίως ηλικίας και στοχεύουν στην πρώιμη εντόπιση οπτικών διαταραχών, ώστε να αντιμετωπιστούν έγκαιρα. Οι περισσότεροι προληπτικοί έλεγχοι προσπαθούν να εντοπίσουν περιπτώσεις αμβλυωπίας, στραβισμού και σημαντικών διαθλαστικών ανωμαλιών (μυωπίας, υπερμετρωπίας, αστιγματισμού), ενώ πιο εξειδικευμένα προγράμματα καταρτίζονται για την ανίχνευση άλλων σπανιότερων παθήσεων.

Κάθε νεογέννητο μωρό γνωρίζει τον κόσμο μέσα από τις αισθήσεις του. Η καλή όραση θα το βοηθήσει να επικοινωνήσει, να κινηθεί, να μάθει. Η όραση των παιδιών αναπτύσσεται σταδιακά από τη γέννηση μέχρι τα 7 τους χρόνια. Για να αναπτυχθεί σωστά, θα πρέπει τα όργανα της όρασης (μάτια & οπτικό σύστημα) να έχουν δομηθεί σωστά. Βλάβες στα μάτια στη βρεφική ηλικία πρέπει να αντιμετωπίζονται άμεσα διότι μπορεί να οδηγήσουν σε μόνιμες διαταραχές, οπτικές και αναπτυξιακές. Οι έλεγχοι θα πρέπει να ξεκινούν από το μαιευτήριο, όπου ο παιδοφθαλμίατρος ελέγχει την αρτιότητα δόμησης των ματιών, αποκλείοντας πιθανές ανωμαλίες διάπλασης (πχ. μικροφθαλμία, κολοβώματα, καταρράκτη κ.ά.).

Το 7-8% των προσχολικών παιδιών παρουσιάζουν κάποιο οφθαλμολογικό πρόβλημα (στραβισμό, αμβλυωπία, μυωπία, υπερμετρωπία, αστιγματισμό κ.ά.), που μπορεί να προκαλέσει μόνιμη διαταραχή της όρασης. Πολλές φορές τα προβλήματα αυτά δεν είναι εμφανή και η διάγνωσή τους γίνεται μετά από τυχαία εξέταση. Η πρώιμη αντιμετώπισή τους οδηγεί σε πλήρη ίαση, ενώ η αργοπορημένη θεραπεία δεν αποδίδει πάντα. Για το λόγο αυτό, τα παιδιά στην ηλικία των 3-4 ετών θα πρέπει να ελέγχονται με τεστ κατάλληλα για την ηλικία τους, από έμπειρους στη παιδική όραση οφθαλμιάτρους. Ένα παιδί δεν αποτελεί μια μικρογραφία ενηλίκου. Έτσι και η όρασή του διαφέρει από αυτή των μεγάλων, τουλάχιστον στα χρόνια της ανάπτυξής του. Οι προληπτικοί έλεγχοι κατά τη προσχολική περίοδο είναι απαραίτητοι. Στην ηλικία αυτή τα παιδιά συνεργάζονται άψογα.

ΑτΠ

Τι ακριβώς είναι η Αμφιβληστροειδοπάθεια της Προωρότητας (ΑτΠ);

Η Αμφιβληστροειδοπάθεια της Προωρότητας (ΑτΠ) αφορά πρόωρα νεογνά και στην πραγματικότητα είναι μια διαταραχή της ανάπτυξης του δικτύου των αγγείων του αμφιβληστροειδούς (ανώμαλη ανάπτυξη νεοαγγείων και ινώδους συνδετικού ιστού) με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες για την μετέπειτα οπτική λειτουργία του οφθαλμού. Στις περισσότερες των περιπτώσεων εμφανίζεται και στους δύο οφθαλμούς. Χαρακτηρίζεται μια από τις συνηθέστερες αιτίες παιδικής τύφλωσης παγκοσμίως. Στις μέρες μας η αλματώδης πρόοδος της Νεογνολογίας έχει καταστήσει δυνατή την επιβίωση ιδιαιτέρως πρόωρων νεογνών. Ωστόσο, τα νεογέννητα που έχουν γεννηθεί πρόωρα (η διάρκεια κύησης τους είναι μικρότερη από 32 εβδομάδες, το βάρος γέννησης μικρότερο από 1500 γραμμάρια), παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Aμφιβληστροειδοπάθειας της Προωρότητας.

Ποιες μπορεί να είναι οι βασικές αιτίες πρόκλησης της Αμφιβλήστροειδοπάθειας της Προωρότητας (ΑτΠ);

Η πάθηση χαρακτηρίζεται αναμφίβολα πολυπαραγοντική. Ωστόσο, τα κυριότερα αίτια είναι:

  • μικρή διάρκεια κύησης (χαμηλό βάρος)
  • χορήγηση οξυγόνου στη μονάδα νοσηλείας (η υπεροξυγόνωση του νεογνού παίζει κριτικό ρόλο στην άρση της ομαλής ωρίμανσης των αγγείων του οφθαλμού και στη μετέπειτα εξέλιξη της πάθησης)
  • ιστορικό αναιμίας, εγκεφαλικής αιμορραγίας, μεταγγίσεων αίματος, λοίμωξης και αναπνευστικών προβλημάτων (ξεχωριστά ή συνδυασμός αυτών)

Τι μπορεί να προκαλέσει η Aμφιβληστροειδοπάθεια της Προωρότητας (ΑτΠ);

Γενικά τα παιδιά με Αμφιβληστροειδοπάθεια της Προωρότητας πρέπει να βρίσκονται υπό στενή παρακολούθηση, διότι έχουν αυξημένη πιθανότητα να εμφανίσουν:

Διάγνωση & θεραπεία:

Η διάγνωση πραγματοποιείται με την τεχνική της βυθοσκόπησης. Η εξέταση είναι απαραίτητη σε όλα τα πρόωρα νεογνά ένα μήνα μετά τη γέννηση. H πιο αποδοτική θεραπεία είναι η εφαρμογή φωτοπηξίας με laser με βασικό στόχο να υποστραφεί η ανάπτυξη των παθολογικών νεοαγγείων. Είναι μια θεραπευτική παρέμβαση που μειώνει τουλάχιστον κατά 50% τη πιθανότητα σοβαρής απώλειας όρασης, αποδίδει όμως μόνο εφόσον εφαρμοστεί σε κατάλληλο χρονικό σημείο. Σε προχωρημένο στάδιο της νόσου όπου εμφανίζονται έλξεις στο βυθό του οφθαλμού με απειλή αποκόλλησης, επεμβαίνουμε χειρουργικά. Τελευταία εφαρμόζεται στα πλαίσια κλινικών ερευνητικών πρωτοκόλλων και ενδοφθάλμια φαρμακοθεραπεία (με ή χωρίς ταυτόχρονη φωτοπηξία laser).

Ρετινοβλάστωμα

Τι ακριβώς είναι το ρετινοβλάστωμα;

Το ρετινοβλάστωμα είναι ένας όγκος της παιδικής ηλικίας που αναπτύσσεται στον αμφιβληστροειδή. Ο αμφιβληστροειδής είναι ένας χιτώνας στο οπίσθιο τμήμα του οφθαλμού, ο οποίος ανιχνεύει το φως και στέλνει τις εικόνες στον εγκέφαλο.

Σε ποιά ηλικία συνήθως εμφανίζεται το ρετινοβλάστωμα;

Το ρετινοβλάστωμα μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε ένα έμβρυο. Εμφανίζεται συνήθως στην νεογνική, βρεφική και νηπιακή ηλικία μέχρι την ηλικία των 5 ετών. Ενώ η πλειοψηφία των παιδιών που αναπτύσσουν ρετινοβλάστωμα γεννιούνται με αυτό, λίγα έχουν διαγνωστεί με τη γέννηση. Η μέση ηλικία κατά τη διάγνωση είναι μεταξύ 12-18 μηνών. Η συχνότητα εμφάνισης του είναι 1 σε 15.000 – 20.000 γεννήσεις.

Υπάρχει κάποια γενετική προδιάθεση για το ρετινοβλάστωμα;

Όπως και κάποιες άλλες μορφές καρκίνου έτσι και το ρετινοβλάστωμα έχει μερικές φορές γενετική προδιάθεση. Τα παιδιά που κληρονόμησαν αυτή τη γενετική προδιάθεση από έναν από τους γονείς τους εμφανίζουν το ρετινοβλάστωμα σε πιο μικρή ηλικία. Βάση λοιπόν αυτής της κληρονομικότητας χωρίζονται οι ασθενείς σε δυο κατηγορίες.

Α. Κληρονομικό ρετινοβλάστωμα

Περιλαμβάνει τα παιδιά που έχουν κληρονομική προδιάθεση. Τα παιδιά αυτά εμφανίζουν το ρετινοβλάστωμα σε πιο μικρή ηλικία σε σχέση με τα παιδιά που δεν έχουν κληρονομική προδιάθεση. Επίσης εμφανίζουν συνήθως τον όγκο και στα δυο μάτια. Γι αυτό και μόλις διαγνωστεί ο όγκος στο ένα μάτι, τα παιδιά αυτά πρέπει να υποβάλλονται σε τακτικό έλεγχο και του άλλου ματιού (κάθε 2-4 μήνες) για τουλάχιστον τρία χρόνια. Απαραίτητο είναι να ελέγχονται και τα αδέλφια των παιδιών με κληρονομικό ρετινοβλάστωμα εάν φέρουν τη μετάλλαξη.

Β. Ετερόπλευρο ρετινοβλάστωμα

Περιλαμβάνει τα παιδιά που δεν έχουν καμία κληρονομική προδιάθεση και παρουσιάζουν τον όγκο συνήθως στο ένα μάτι. Πολύ σπάνια μπορεί να παρουσιάσουν τον όγκο και στα δυο μάτια. Η κατηγορία αυτή καλύπτει το 60% των ρετινοβλαστωμάτων στα παιδιά.

Ποια είναι τα κυριότερα συμπτώματα της πάθησης;

Συνήθως οι γονείς παρατηρούν πρώτοι ότι η κόρη του οφθαλμού είναι άσπρη σε έντονο φως. Αυτό το σύμπτωμα ονομάζεται λευκοκορία. Μάλιστα κάποιοι θα παρατηρήσουν για πρώτη φορά το σημάδι αυτό στις φωτογραφίες του παιδιού. Κάποια άλλα συμπτώματα που μπορεί να έχουν τα παιδιά αυτά είναι τα ακόλουθα (Δεν σημαίνει ότι όποιο παιδί έχει ένα ή περισσότερα από τα πιο κάτω συμπτώματα έχει και ρετινοβλάστωμα):

  • Κόκκινη κόρη του ματιού
  • Στραβισμός
  • Διαφορά στο μέγεθος της κόρης των δύο οφθαλμών (ανισοκορία)
  • Ελαττωμένη όραση